δημιουργός

δημιουργός
δημιουργός
Grammatical information: m.
Meaning: `handicraftsman' (Att.), δημιοεργός (Od., Hdt.). On the meaning Bader, Composés du type Demioergos. Originally a creator, it designated in the Dorian world a magistrate. Also Palmer, Trans. Philol. Soc. 1954, 18-53.
Dialectal forms: δημιοργός (Ion.), δαμιοργός (Dor., NWGr., Arc., Boeot.), δαμιωργός (Astypal.), δαμιεργός (Astypal., Nisyr.) name of an official.
Derivatives: δημιουργίς, δημιούργιον, δημιουργία, δημιουργικός, δημιουργεῖον; δημιουργέω with δημιούργημα.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [175] *deh₂-mo- `people'
Etymology: From *δημιο-Ϝεργός, from δήμια ἔργα with verbal reinterpretation of the second member after the types ψυχο-πομπός; partly from -Ϝοργός. - Further s. δῆμος.
Page in Frisk: 1,380

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Δημιουργός — one who works for the people masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημιουργός — one who works for the people masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημιουργός — ό (AM δημιουργός, όν Α και δαμιοργός) 1. αυτός που δημιουργεί, παράγει κάτι, ο γενεσιουργός (α. «δεινός δημιουργός λόγων», Αισχ. β. «ἡταν δημιουργός πολλών έργων») 2. αυτός που προκαλεί ή προκάλεσε κάτι, ο οποίος είναι ο αίτιος κάποιου… …   Dictionary of Greek

  • δημιουργός — ο 1. ο Θεός: Ο Δημιουργός έπλασε τα πάντα με σοφία. 2. αυτός που παράγει ή επινοεί κάποιο έργο, ο τεχνίτης, ο καλλιτέχνης, ο παραγωγός, ο αίτιος: Είναι ο δημιουργός του χάους που επικρατεί μέσα στην αίθουσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Димиург — (Δημιουργός) зиждитель, специально у гностиков справедливый творец видимого космоса и бог евреев, занимающий среднее место между всеблагим Первоотцом совершенного духовного бытия (Богом истинных христиан, или гностиков) и злым, темным началом… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Димиург — (Δημιουργός) зиждитель, специально у гностиков справедливый творец видимого космоса и бог евреев, занимающий среднее место между всеблагим Первоотцом совершенного духовного бытия (Богом истинных христиан, или гностиков) и злым, темным началом… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • δημιοεργοί — δημιουργός one who works for the people masc nom/voc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημιοεργέ — δημιουργός one who works for the people masc voc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημιοεργῶν — δημιουργός one who works for the people masc gen pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημιοεργόν — δημιουργός one who works for the people masc acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημιοεργός — δημιουργός one who works for the people masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”